ηλιοστάσιο

ηλιοστάσιο
Χρονική στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη απόσταση του Ήλιου από τον ουράνιο ισημερινό είναι μέγιστη. Εναλλακτικά, η χρονική στιγμή κατά την οποία το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της Γης και το κέντρο του Ήλιου είναι κάθετο στην εκλειπτική. Η ονομασία οφείλεται στο ότι, κατά τη στιγμή του η., ο Ήλιος φαίνεται να σταματά να απομακρύνεται από τον ουράνιο ισημερινό και αρχίζει να τον πλησιάζει εκ νέου. Κατά τη διάρκεια του έτους παρατηρούνται δύο η.: το πρώτο, στις 21 Ιουνίου (για τα έτη 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014) ή στις 20 Ιουνίου (για τα έτη 2008 και 2012) αποτελεί την αστρονομική έναρξη του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο. Το δεύτερο, στις 22 Δεκεμβρίου (για τα έτη 2003, 2006, 2007 και 2011) ή στις 21 Δεκεμβρίου (για τα έτη 2004, 2005, 2008, 2009 και 2010) αποτελεί την αστρονομική έναρξη του χειμώνα – για το βόρειο πάντοτε ημισφαίριο. Στη βόρεια εύκρατη ζώνη της Γης, το χειμερινό η. συμβαίνει κατά τη διάρκεια ή πολύ κοντά στην ημερομηνία με την ημέρα ελάχιστης διάρκειας και το θερινό κατά τη διάρκεια ή πολύ κοντά στην ημερομηνία με την ημέρα μέγιστης διάρκειας. Στη νότια εύκρατη ζώνη της Γης οι σχέσεις είναι ανεστραμμένες.
* * *
και ηλιοστάσι το
καθένα από τα δύο σημεία τής εκλειπτικής, όπου ο Ήλιος φθάνει στη μέγιστη και στην ελάχιστη απόκλιση του από τον ισημερινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -στάσιο < ασθενές θ. στᾰ τού ίστημι (πρβλ. έ-στᾰ-μεν, στᾰ-τός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εικονο-στά-σιο, εργο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλιοστάσιο — το σημείο πάνω στην «εκλειπτική» που απέχει 90° από τον ισημερινό· υπάρχει ένα στο βόρειο και ένα στο νότιο ημισφαίριο: Όταν ο ήλιος φτάσει στο θερινό ηλιοστάσιο, αρχίζει το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιοστασιακός — ή, ό [ηλιοστάσιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ηλιοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκός — (Congο). Ποταμός (4.380 χλμ.) της Αφρικής, ο δεύτερος σε μήκος της αφρικανικής ηπείρου, μετά τον Νείλο, και ο δεύτερος στον κόσμο, μετά τον Αμαζόνιο, σε λεκάνη απορροής (3.690.000 τ. χλμ.) και σε παροχή νερού (75.000 κ.μ./δευτ. στις εκβολές).… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения …   Википедия

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… …   Dictionary of Greek

  • Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”